Χαμηλά πραγματικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων, δημόσιες δαπάνες που ξεπερνούν το 16% του ΑΕΠ και μια δημογραφική βόμβα έτοιμη να σκάσει, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του εγχώριου ασφαλιστικού συστήματος, όπως αναλύονται στην έκθεση του ΟΟΣΑ για τις συντάξεις. Η νέα έκθεση «Pensions at a Glance 2025», του ΟΟΣΑ, η οποία δημοσιοποιείται κάθε δύο χρόνια, δείχνει ότι η δημογραφική «καταιγίδα» που πλήττει και την Ελλάδα συγκροτεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση για το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα και τα δημόσια οικονομικά. Είναι χαρακτηριστικό, ότι κατά μέσο όρο, στις χώρες του ΟΟΣΑ υπάρχουν 33 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω για κάθε 100 άτομα του παραγωγικού δυναμικού 20‑64 ετών, από μόλις 21 πριν από 30 χρόνια.
Για την Ελλάδα, η προοπτική είναι ακόμη πιο δυσοίωνη: Η έκθεση εκτιμά ότι η αναλογία ηλικιωμένων προς εργαζόμενους θα εκτοξευτεί, με προβλέψεις που φέρνουν την Ελλάδα μέσα στην πρώτη κατηγορία χωρών στην Ευρώπη, σε 70 ηλικιωμένους για κάθε 100 εργαζόμενους, το 2050. Παράλληλα, η μείωση των γεννήσεων, ήδη καταγεγραμμένη τα τελευταία χρόνια, και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής συνθέτουν ένα μείγμα που απειλεί να υπονομεύσει τη βιωσιμότητα του «pay-as-you-go» συστήματος, όπου οι σημερινοί εργαζόμενοι στηρίζουν τους ήδη συνταξιούχους. Όπως μάλιστα επισημαίνει ο αναλογιστής, Δρ. του Παντείου Πανεπιστημίου Βασίλης Μπέτσης, παρατηρείται σημαντική μείωση της πρόβλεψης για την μελλοντική πορεία του δείκτη γονιμότητας. Συγκεκριμένα, στην έκθεση που δημοσιοποιήθηκε χθες, η πρόβλεψη μέχρι το 2064 αναθεωρήθηκε από 1,50 παιδιά ανά γυναίκα στα 1,44 παιδιά ανά γυναίκα, επιβεβαιώνοντας έτσι δυσμενείς δημογραφικές προοπτικές της χώρας μας.
Κεντρικό ρόλο στην πορεία του συνταξιοδοτικού, διαδραματίζει το πότε οι εργαζόμενοι αποχωρούν από την αγορά εργασίας. Σύμφωνα λοιπόν, με την έρευνα, Κολομβία, Ελλάδα, Λουξεμβούργο και Σλοβενία έχουν το χαμηλότερο πραγματικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, στα 62 έτη, με απόλυτη εξαίρεση την Τουρκία με πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης τα 52 έτη. Το ανώτατο πραγματικό όριο είναι τα 67 έτη και το βρίσκουμε σε Αυστραλία, Δανία, Ισλανδία, Ισραήλ, Ολλανδία και Νορβηγία. Συνολικά, βάσει των ήδη νομοθετημένων μέτρων, η μέση κανονική ηλικία συνταξιοδότησης για τους άνδρες στον ΟΟΣΑ θα αυξηθεί μελλοντικά κατά σχεδόν δύο έτη στα 66,4 έτη, και αφορά τους άνδρες που εισέρχονται στην αγορά εργασίας το 2024.
Οι περισσότερες χώρες με την υψηλότερη μελλοντική πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης είναι αυτές, που συνδέουν την ηλικία συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής. Κάτι, που έχει κάνει και η χώρα μας, όμως παρά το γεγονός αυτό, η πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης στο μέλλον, προβλέπεται να είναι λίγο κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Μάλιστα, αυτό συμβαίνει χωρίς οι μελετητές του Οργανισμού να έχουν λάβει υπόψη τους, ότι η ελληνική Κυβέρνηση έχει ανακοινώσει πως έως το 2030 δεν θα αλλάξουν τα γενικά όρια. Ο λόγος, είναι ότι η συνταξιοδότηση στα 62 θα παραμείνει προσβάσιμη χωρίς ποινή μετά από 40 χρόνια εργασίας. Επομένως, αναφέρει ο ΟΟΣΑ: «Η ελάχιστη ηλικία, η οποία πρόκειται να αυξηθεί από 62 σε 66, είναι αυτή που καθορίζει τη μελλοντική πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης στην Ελλάδα».
Ένα σημαντικό επίσης, εύρημα είναι σύμφωνα με τον κ. Μπέτση, ότι η πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης (effective retirement age) για τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ έχει παραμείνει σταθερή σε άνδρες (64,7) και σε γυναίκες (63,6) σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση. Αναφορικά με την Ελλάδα, η πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης στους άνδρες παρέμεινε σχεδόν σταθερή (63,7), όμως στις γυναίκες παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση κατά 2,2 έτη από τα 59,7 έτη στα 61,9 έτη ηλικίας. Συνολικά, στο κάδρο των συζητήσεων μπαίνουν δυο θέματα. Αφενός, ότι πρέπει να εφαρμοστεί ο νόμος που συνδέει τα όρια ηλικίας με το προσδόκιμο ζωής, αφετέρου, να αυξηθεί το κατώτερο επιτρεπόμενο όριο που είναι τα 62.
Σε αντίθετη περίπτωση, ο Οργανισμός ξεκαθαρίζει πως το ασφαλιστικό θα απαιτεί όλο και περισσότερους πόρους από το Κράτος, ενώ ταυτόχρονα ο αριθμός των φορολογουμένων/ασφαλισμένων θα συρρικνώνεται. Σύμφωνα με την έκθεση, οι δημοσιονομικές δαπάνες για συντάξεις είναι ήδη από τις υψηλότερες ανάμεσα στις χώρες μέλη: Στην Ελλάδα το δημόσιο δαπανά πάνω από 16% του ΑΕΠ για συντάξεις, ποσοστό μεταξύ των υψηλότερων στον ΟΟΣΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, στο στόχαστρο μπαίνουν και τα υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης που ισχύουν στη χώρα μας, καθώς σύνταξη βρίσκεται πολύ κοντά στο ύψος του εισοδήματος που είχε κάποιος, όταν εργαζόταν.
Έτσι, για παράδειγμα κάποιος με μέσο μισθό, στην Ελλάδα σήμερα είναι περίπου 1.450 ευρώ, λαμβάνει σύνταξη στο 84,8%, κάποιος με μισό μέσο μισθό, λαμβάνει σύνταξη 96,5% και κάποιος με 1,5 φορές τον μέσο μισθό, έχει σύνταξη στο 73% αυτού. Είναι δε, ενδεικτικό, πως η χώρα μας συγκαταλέγεται στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως σε ποσοστά αναπλήρωσης, ειδικά για χαμηλότερους μισθούς. Και αυτό, παρότι, όπως σημειώνει ο Δρ. Βασίλης Μπέτσης του Παντείου Πανεπιστημίου, παρατηρούμε ότι στην έκθεση, διαπιστώνεται αύξηση της φτώχειας των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών. Συγκεκριμένα, το ποσοστό ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών που είναι κάτω από το 50% του διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος στην Ελλάδα, αυξήθηκε τα τρία τελευταία έτη (2022- 2024) από 9,3% που ήταν στην έκθεση του 2023 σε 10% στην έκθεση του 2025. Αύξηση της φτώχιας των ηλικιωμένων παρατηρείται και στο μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, στο 14,8% από 14,2% που ήταν στην προηγούμενη έκθεση.
Να σημειωθεί τέλος, πως το κεντρικό θέμα της έκθεσης του ΟΟΣΑ για το 2025 είναι οι ανισότητες στις συντάξεις μεταξύ ανδρών και γυναικών (gender pension gap). Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας ο μέσος όρος της διαφοράς μεταξύ των συντάξεων ανδρών και γυναικών, στις χώρες του ΟΟΣΑ, μειώθηκε από 28% το 2007 στο 23% το 2024, με την Ελλάδα να βρίσκεται πάνω από τον μέσο όσο των χωρών του ΟΟΣΑ (26%).
Επίσης, στην έκθεση αναφέρεται ότι η Ελλάδα παρουσιάζει μαζί με τις Γερμανία και Σλοβενία από τις μεγαλύτερες μειώσεις. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα η ανισότητα μειώθηκε κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες από το 40% το 2007 στο 26% το 2024. Ωστόσο, στην Έκθεση σημειώνεται ότι για την χώρα μας η μεγάλη αυτή μείωση οφείλεται στην περίοδο της κρίσης όπου συντελέστηκε μια μεγάλη μείωση των εισοδημάτων μισθωτών και συνταξιούχων.
Η έκθεση δεν περιορίζεται στη διάγνωση, αλλά επισημαίνει και κατευθύνσεις/δομικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν, όπως παροχή κινήτρων για εργασία μεγαλύτερης διάρκειας, δηλαδή, να ενθαρρύνονται οι πολίτες να παραμείνουν στο εργατικό δυναμικό για περισσότερα χρόνια, είτε μέσω οικονομικών κινήτρων είτε μέσω ευελιξίας, προσωρινές συντάξεις, επιδοτήσεις, κ.λπ., και διεύρυνση της απασχόλησης των ηλικιωμένων. Προβλέπονται, παράλληλα, και διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα συντάξεων, όπως ενίσχυση ιδιωτικών/επαγγελματικών ταμείων, μετάβαση σε συνδυασμό συστημάτων (καθολικό + κεφαλαιοποιητικό + συμπληρωματικό), πιο βιώσιμα ποσοστά αναπλήρωσης, ισορροπία ανάμεσα σε δημόσιες και ιδιωτικές συντάξεις. Η έκθεση υπενθυμίζει ότι οι αλλαγές πρέπει να γίνουν προτού το δημογραφικό σοκ πλήξει πλήρως τα δημόσια οικονομικά. Και όλα αυτά παρότι βραχυπρόθεσμα το ασφαλιστικό σύστημα δείχνει να παρουσιάζει πλεονάσματα.
Euro2day.gr
Newsroom


