Oι περισσότεροι στην Ελλάδα, περιλαμβανομένου μεγάλου μέρους της πολιτικής και επιχειρηματικής «ελίτ», παρακολουθούν τις συρράξεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή ως ζοφερά μεν γεγονότα, τα οποία όμως επιδρούν μόνο έμμεσα στη χώρα μας, κυρίως μέσω των ενεργειακών τιμών και των πιθανών επιπτώσεων στις ισορροπίες με την Τουρκία. Αυτό εξηγεί ως ένα βαθμό και την σχεδόν απόλυτη ταύτιση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας, με τις θέσεις των ΗΠΑ και της κυρίαρχης σήμερα ευρωπαϊκής πολιτικής, ασχέτως αν ιδιωτικά κυβερνητικές πηγές εκφράζουν σοβαρές επιφυλάξεις για την πορεία των ευρύτερων εξελίξεων.
Επιγραμματικά, η πραγματιστική εκτίμηση τους είναι ότι η στάση αυτή είναι θεμιτή και απαραίτητη, καθώς οι ΗΠΑ αποτελούν βασικό εγγυητή έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων, ενώ η Ευρώπη, λόγω του υπέρογκου ελληνικού χρέους, σχεδόν αποκλειστικό «μεγαλοπιστωτή» της χώρας. Αυτό που ίσως δεν έχει γίνει επαρκώς αντιληπτό, είναι η αύξηση της έντασης, αλλά και της έκτασης, που συνεχώς λαμβάνει ο ανταγωνισμός των υπερδυνάμεων και των συμμάχων τους, πέρα από τα μέτωπα της Ουκρανίας και του Ισραήλ. Ο οποίος μπορεί να ανατρέψει μακροχρόνιες ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή μας, καθιστώντας την Ελλάδα ευάλωτη σε εξελίξεις που θα την επηρεάσουν άμεσα, γεωπολιτικά, αλλά και οικονομικά.
Τα όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή, όπου η εύθραυστη κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ, συνοδεύτηκε από επέλαση τζιχαντιστών στη Βόρειο Συρία του Άσαντ, με την υποστήριξη της Τουρκίας, και τις ΗΠΑ να αρνούνται επισήμως οποιαδήποτε εμπλοκή, αποτελεί τη μία όψη αυτών των εξελίξεων. Λόγω της στρατηγικής θέσης της Συρίας στην περιοχή, η νέα σύρραξη επηρεάζει ζωτικά συμφέροντα όλων των μεγάλων δυνάμεων της περιοχής, από τη Ρωσία και το Ιράν, έως τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, ενώ δεν αποκλείεται η εμπλοκή του Ιράκ και άλλων αραβικών Κρατών. Η αποσταθεροποίηση μιας από τις πιο ευαίσθητες περιοχές της υδρογείου, εντείνεται, με «τουρκικό δάκτυλο», χωρίς να υπάρχει ακόμη σαφής εικόνα ποιοι θα ωφεληθούν και πόσο, από τη νέα σύρραξη.
Ευρώπη: Ξέσπασε πόλεμος επιρροής με υβριδικά χαρακτηριστικά
Ίσως περισσότερο σημαντικό είναι ότι ο θερμός πόλεμος στην Ουκρανία, συνοδεύεται το τελευταίο διάστημα από ένα πόλεμο επιρροής, που τείνει να πάρει υβριδικά χαρακτηριστικά, σε ευρωπαϊκές περιοχές, όπως η Μολδαβία, η Γεωργία, πλέον και η Ρουμανία, όπου τα Αμερικανο-ευρωπαϊκά συμφέροντα συγκρούονται με τα ρωσικά και τα κινεζικά, με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Στη Γεωργία, όλα δείχνουν ότι είμαστε κοντά στα πρόθυρα μιας εξέγερσης, ανάλογης με αυτή που συνέβη στην Ουκρανία το 2014, πυροδοτώντας τις εξελίξεις που οδήγησαν στον πόλεμο. Οι πορείες είναι καθημερινές με βίαια επεισόδια, επειδή η Κυβέρνηση, τη νομιμότητα της οποίας αμφισβητεί η αντιπολίτευση, πάγωσε την διαδικασία ένταξης στην Ε.Ε., ενώ η φιλοευρωπαία Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αρνείται να αποχωρήσει στη λήξη της θητείας της.
Στη Ρουμανία η απολύτως αιφνιδιαστική νίκη στο πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, ενός δεξιού φανατικού εθνικιστή που κατηγορείται ως φιλορώσος, δημιούργησε πανικό στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και κρίση στη χώρα, καθώς οι κυβερνητικοί υποψήφιοι, καταποντίστηκαν, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει την ακύρωση των εκλογών, κάτι που μπορεί να ρίξει λάδι στη φωτιά. Μετά από μια ισχνή νίκη των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων στις προεδρικές εκλογές κι ένα δημοψήφισμα για την Ε.Ε., που πέρασε εντελώς οριακά χάρη στους κατοίκους εξωτερικού, η Μολδαβία οδεύει σε βουλευτικές εκλογές τον Ιούλιο του 2025, από τις οποίες δεν αποκλείεται να προκύψουν επίσης σημαντικές εκπλήξεις. Και στις δύο αυτές χώρες η πολιτική αντιπαράθεση, με την ανάμιξη εξωτερικών παραγόντων, τείνει να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις.
Στα Βαλκάνια, οι εστίες κρίσης, είναι ευδιάκριτες. Η κατάσταση μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου είναι τεταμένη, με διαρκή κρούσματα αντιπαράθεσης, ενώ το Ομοσπονδιακό Κράτος της Βοσνίας Ερζεγοβίνης, δείχνει έτοιμο να διαλυθεί, από τους Σέρβους εθνικιστές. Η Βουλγαρία βρίσκεται σε μόνιμο καθεστώς αδυναμίας σχηματισμού σταθερής Κυβέρνησης, η Αλβανία του Έντι Ράμα, σκληραίνει τη στάση της έναντι της Ελλάδος και δείχνει να ξαναθυμάται την ιδέα της «μεγάλης Αλβανίας», ενώ οι Αρχές της Βόρειας Μακεδονίας κάνουν ότι μπορούν για να μην πειθαρχήσουν στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ο εθνικισμός έχει επανακάμψει και υποθάλπεται από τις ανταγωνιζόμενες δυνάμεις, ανάλογα με τα συμφέροντα τους. Η Τουρκία βλέπει τη στρατηγική της σημασία να αυξάνεται στη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν μένει αμέτοχη και στις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Στις σχέσεις με την Ελλάδα, διαταράσσει τα «ήρεμα νερά» όποτε το κρίνει σκόπιμο, με δηλώσεις αλλά και ενέργειες επί του πεδίου, όπως στην Κάσο, ενώ η ελληνική διπλωματία δείχνει να αντιδρά υποτονικά. Κι αυτό, δημιουργεί διεθνώς την αίσθηση ότι η χώρα μας, βρίσκεται στη θέση του «ικέτη».
Ακόμη και το μεγάλο έργο διασύνδεσης μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου- Ισραήλ, (Great Sea Interconnector), η υλοποίηση του οποίου δεν απαιτεί καμία συναίνεση της Τουρκίας σύμφωνα με οποιαδήποτε ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου, δείχνει να υποφέρει από δισταγμούς και καθυστερήσεις, λόγω Τουρκίας. Που δημιουργούν πλέον υποψίες ότι δεν αφορούν μόνο την κυπριακή πλευρά και τα εγχώρια συμφέροντα της, αλλά και την ελληνική.
Τα κενά εξουσίας στον πυρήνα της Δύσης και η Ελλάδα
Ο χρονισμός όσων συμβαίνουν, δεν είναι τυχαίος. Στις ΗΠΑ ο Πρόεδρος Μπάιντεν είναι πλέον «κουτσή πάπια» κατά την γνωστή έκφραση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο μηχανισμός του «βαθέως Κράτους» στην εξωτερική πολιτική, δεν παρεμβαίνει. Το είδαμε στην Ουκρανία, το βλέπουμε και στη Μέση Ανατολή. Ο «συναλλακτικός» Τράμπ θα αναλάβει τα ηνία της υπερδύναμης σε περίπου 2 μήνες, ενώ η σύνθεση της Κυβέρνησης του είναι τέτοια που δεν επιτρέπει ουσιαστικές προγνώσεις για τις πολιτικές που τελικά θα ακολουθήσει. Κι όσα συμβαίνουν αυτό το διάστημα, απειλούν να δημιουργήσουν τετελεσμένα, για τη διοίκηση του.
Στο μεταξύ, η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε πολλαπλά αδιέξοδα. Η εκτεταμένη οικονομική δυσπραγία συνοδεύεται από την de facto εμπλοκή της στη γεωπολιτική αντιπαράθεση και την απόπειρα σταδιακής μετάλλαξης του χαρακτήρα της, από καθαρά οικονομική Ένωση και σε αμυντική, κάτι που όμως δεν έχει μόνο πλεονεκτήματα αλλά, και σοβαρά μειονεκτήματα.
Η Κομισιόν της «βασίλισσας», όπως αποκαλείται, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, στελεχωμένη σε απολύτως κρίσιμα σημεία από εκπροσώπους Κρατών της ευρύτερης Βαλτικής, με φιλοπολεμική στάση απέναντι στη Ρωσία, επιδιώκει να υποκαταστήσει την άτυπη κυριαρχία Γαλλίας και Γερμανίας. Διευκολύνεται από τη συγκυρία, καθώς η πρώτη είναι ένα βήμα πριν την πολιτική και οικονομική κρίση, ενώ η δεύτερη οδεύει προς τις εκλογές, με μια αδύναμη Κυβέρνηση μειοψηφίας.
Τα Κράτη της Βαλτικής όμως, φαίνεται ότι βρίσκουν αντίβαρο στο ρεύμα που αρχίζει να δημιουργείται στην Κεντρική και τη Νότια Ευρώπη. Σε Ουγγαρία, Σλοβακία οι Κυβερνήσεις έχουν εντελώς διαφορετική γεωπολιτική αντίληψη, ενώ στην Αυστρία και την Τσεχία, το ίδιο συμβαίνει με τις πρώτες σε απήχηση πολιτικές δυνάμεις. Η Ρουμανία ίσως είναι το επόμενο «ντόμινο». Αυτή η γεωγραφική διαφοροποίηση έχει εξήγηση. Σε ένα μεγάλο τμήμα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως και στα Βαλκάνια, Ηνωμένες Πολιτείες και Ε.Ε. παύουν σταδιακά να αποτελούν τη μόνη γεωπολιτική και οικονομική διέξοδο. Όσο πιο πολύ κινείται η Ευρωπαϊκή Ένωση στη γραμμή της απόλυτης ταύτισης με τις ΗΠΑ, τόσο διεισδύει η Συμμαχία των διευρυμένων BRICS, με βασικό μοχλό τα κινέζικα και ρωσικά συμφέροντα, προωθώντας τις δικές της υποσχέσεις οικονομικής ανάπτυξης.
Σε αυτό το εξαιρετικά σύνθετο και ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η ελληνική διπλωματία δείχνει εδώ και πολύ καιρό να κινείται παθητικά, περισσότερο ως άβουλος παρατηρητής εξελίξεων και αποδέκτης συμμαχικών προταγμάτων, εγκλωβισμένη σε παραδοσιακά σχήματα αντίληψης και ερμηνείας των γεγονότων. Συνολικά η κεντρική πολιτική σκηνή στην Αθήνα, δείχνει απορροφημένη από εσωτερικά θέματα και εξελίξεις, με εξαίρεση ίσως τις ελληνοτουρκικές επαφές. Οι όποιες γεωπολιτικές συζητήσεις, αφορούν αποσπασματικά την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, χωρίς να συνθέτουν ουσιαστικά το ευρύτερο πλαίσιο «αταξίας» στο παγκόσμιο σύστημα, που δημιουργεί ο ανταγωνισμός των υπερδυνάμεων.
Σχεδόν ωσάν να θεωρούν ότι όσα συμβαίνουν διεθνώς, πλέον όλο και πιο κοντά στη γειτονιά μας, δεν αντικατοπτρίζουν εν δυνάμει τεκτονικές αλλαγές, με μεγάλες προκλήσεις, ενδεχομένως και ευκαιρίες, αλλά μια συγκυριακή «μπόρα που θα περάσει». Όμως εξωτερική πολιτική δεν γίνεται με μονοδιάστατες προσδοκίες και χλιαρές αντιδράσεις. Ιδίως όταν αρκετές προγνώσεις δείχνουν ότι μπορεί να έπονται σφοδρές καταιγίδες…
euro2day.gr
«The New Daily Mail»
Newsroom