Από το 1964 έως το 1970 ο αριθμός των υποψηφίων για τα ΑΕΙ διπλασιάστηκε. Από 27.600 υποψηφίους το 1964 φτάσαμε στους 54.020 υποψηφίους το 1970. Αναμενόμενο ήταν το ποσοστό επιτυχίας να μειωθεί σημαντικά και από 45% να πέσει στο 26%. Ο διπλασιασμός των υποψηφίων έκανε την εισαγωγή πολύ δύσκολη. Μόνο ένας στους 4 υποψηφίους το κατάφερνε μέχρι και το 1980. Η δεκαετία του 70 ήταν η δυσκολότερη για όσους ήθελαν να σπουδάσουν. Ίσως γι’ αυτό είχε γεμίσει η Ιταλία με Έλληνες φοιτητές.
Από το 1981 έως το 1998 το ποσοστό επιτυχίας αυξήθηκε και ένας στους τρεις κατάφερνε να εισαχθεί στα ΑΕΙ. Ο αριθμός των υποψηφίων ήταν, κάποιες χρονιές, μεγαλύτερος από τον αριθμό των γεννήσεων 18 χρόνια πριν. Το 1996, για παράδειγμα, είχαμε 151.500 υποψηφίους για τα ΑΕΙ ενώ 18 χρόνια πριν το 1978 είχαν γεννηθεί 146.588 παιδιά. Αυτό συνέβη διότι το τότε σύστημα εισαγωγής επέτρεπε να κρατούν οι υποψήφιοι μέχρι δύο μαθήματα και να διαγωνίζονται μόνο σε δύο μαθήματα την επόμενη χρονιά. Πρόκειται για εύνοια προς όσους έδιναν εξετάσεις για δεύτερη φορά. Οι απόφοιτοι προηγούμενων ετών ήταν πάρα πολλοί και γι’ αυτό ξεπερνούσαν τον αριθμό των γεννήσεων. Μία από τις πολλές λάθος αποφάσεις κάποιου υπουργού Παιδείας που, στην προσπάθειά του να είναι αρεστός, έδωσε το δικαίωμα να κρατούν τους βαθμούς σε μέχρι δύο μαθήματα και έτσι ταλαιπώρησε πολλούς υποψηφίους και τους ανάγκασε να δώσουν για δεύτερη φορά εξετάσεις.
Από το 2000 και μετά έχουμε τη μαζικοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ο αριθμός των εισακτέων διπλασιάζεται μέσα σε μόλις 6 χρόνια. Το 1994 οι εισακτέοι ήταν 42.759 και το 2000 έφτασαν τους 85.351. Ήταν η εποχή του ''κάθε πόλη και ΑΕΙ κάθε κωμόπολη και ΤΕΙ''. Δεκάδες νέα Τμήματα ιδρύονταν κάθε χρόνο με κριτήρια οικονομικά. Να μεταφέρουμε πόρους στην περιφέρεια για να ζωντανέψει και να κρατήσει τον κόσμο της. Αυτό έγινε με την ίδρυση των νέων Τμημάτων. Δήμαρχοι, Νομάρχες και τοπικοί βουλευτές διεκδικούσαν από τον εκάστοτε Υπουργό Παιδείας να τους δώσει ένα Τμήμα στην πόλη τους. Οι Υπουργοί υπέκυπταν και έτσι βρεθήκαμε με τεράστια διασπορά των Τμημάτων ενός Πανεπιστημίου σε πολλές πόλεις, πράγμα που ακόμη και τώρα δυσκολεύει τη συνεργασία μεταξύ των φοιτητών και των καθηγητών. Έγινε μια μικρή προσπάθεια να συμμαζευτεί κάπως η κατάσταση με μικρά αποτελέσματα. Το περίεργο είναι ότι άρχισαν να ξανακούγονται φωνές να αποκτήσει η Ηλεία Τμήμα ΑΕΙ και να ιδρυθεί ξανά Πανεπιστήμιο Στερεάς Ελλάδας. Τυπικές ενδείξεις ότι δεν μαθαίνουμε τίποτα από τα λάθη του παρελθόντος και ότι η μικροπολιτική ζει και βασιλεύει.
Η μέγιστη τιμή του αριθμού των εισακτέων όλων των εποχών ήταν το 2000 με 85.351, όπως είδαμε. Ήταν η πρώτη χρονιά της εφαρμογής του συστήματος εισαγωγής του κ. Αρσένη. Η υπόσχεση που είχε δώσει ότι όλοι θα εισάγονται στην Ανώτατη Εκπαίδευση δεν υλοποιήθηκε, αφού το ποσοστό επιτυχίας ήταν 62%, σχεδόν διπλάσιο, όμως, από το ποσοστό επιτυχίας τη δεκαετία του 90 που ήταν περίπου 30% έως 35%. Τα 14 εξεταζόμενα μαθήματα σε Πανελλαδικές στη Β και τη Γ Λυκείου ξεσήκωσαν τον κόσμο με αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του Υπουργού.
Τη δεκαετία που ακολούθησε μέχρι το 2009 είχαμε μείωση του αριθμού των εισακτέων που έφτασε το 2009 τους 68.794 υποψηφίους. Παράλληλα είχαμε την καθιέρωση της βάσης του 10 που ίσχυσε από το 2006 έως και το 2009. Έτσι ο αριθμός των εισακτέων δεν ταυτιζόταν με τον αριθμό των φοιτητών που εισάγονταν στα ΑΕΙ. Το 2010 μετά τις εκλογές του 2009 είχαμε κατάργηση της βάσης του 10, που θεωρήθηκε χωρίς κανένα νόημα και μεγάλη αύξηση του αριθμού των εισακτέων στους 84.368, τη δεύτερη μεγαλύτερη τιμή μετά το μέγιστο του 2000. Η προφανής απορία είναι πως οι 68.794 εισακτέοι του 2009 έγιναν την επόμενη χρονιά 84.368. Ή ήταν πολύ λίγοι οι 68.794 που εισήχθησαν το 2009 ή ήταν πάρα πολλοί οι 84.368 που εισήχθησαν την επόμενη. Όποιο από τα δύο και αν συνέβη το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει συνέχεια στην πολιτική στην Ελλάδα.
Ο αριθμός των εισακτέων δεν θα έπρεπε να είναι θέμα απόφασης του Υπουργού Παιδείας. Τόσες είναι οι θέσεις που διαθέτουμε (με βάση τα μέλη ΔΕΠ και τις υποδομές κάθε Τμήματος) τόσοι θα εισάγονται κάθε χρόνο, μέχρι να συμπληρωθούν οι θέσεις που διαθέτουν τα ΑΕΙ μας. Είναι θέμα διοίκησης και όχι πολιτικής. Θέμα πολιτικής είναι η αύξηση των πραγματικών θέσεων και όχι των εισακτέων, στοιβάζοντας σαν σαρδέλες τους φοιτητές. Τα χρόνια της κρίσης ο αριθμός των εισακτέων κρατήθηκε ψηλά. Καμία χρονιά δεν έπεσε κάτω από 71.000 για να φτάσει το 2020 στους 81.413, με ποσοστό επιτυχίας το 78%, που αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας στα ΑΕΙ· στην πράξη πέρασαν όλοι. Έτσι μειωνόταν και η απίστευτη ανεργία εκείνης της περιόδου.
Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής
Και μετά ήρθε η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ). Από το 2021 που καθιερώθηκε μέχρι και το 2024 το ποσοστό επιτυχίας ήταν από 61% έως 64%, αφήνοντας έναν στους τρεις υποψηφίους εκτός ΑΕΙ. Το ποσοστό συνολικά δεν είναι κακό. Δεν έγινε, όμως, λογικός καταμερισμός των υποψηφίων στα Τμήματα των ΑΕΙ, με αποτέλεσμα κάποια Τμήματα να ασφυκτιούν από φοιτητές και άλλα να έχουν ελάχιστους φοιτητές. Αυτό και οι εκατοντάδες κενές θέσεις στις Στρατιωτικές Σχολές που δημιουργούν πρόβλημα στη λειτουργία του Στρατού είναι τα κυριότερα προβλήματα που δημιούργησε το σύστημα που σκοπό είχε να μην εισάγονται στα ΑΕΙ φοιτητές με βαθμούς 2 και 3, αλλά εμποδίζει και την εισαγωγή με 14 σε κάποιες περιπτώσεις…
Τόσα χρόνια με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εισάγονται και σπουδάζουν τα παιδιά μας στα ΑΕΙ. Η ζήτηση για σπουδές είναι υψηλή. Σε μία χώρα που δεν έχει βιομηχανία, ούτε πολύ μεγάλες εταιρείες ο τρόπος κοινωνικής ανόδου είναι η άσκηση ενός από τα λεγόμενα επιστημονικά επαγγέλματα. Δεν έχουμε, όμως, καταφέρει να εξασφαλίσουμε στα παιδιά μας ένα σύστημα εισαγωγής που εκτός από αδιάβλητο θα είναι και δίκαιο. Ο λόγος που οι Πανελλαδικές Εξετάσεις χαίρουν της εκτίμησης του κόσμου είναι ότι είναι αδιάβλητες. Πόσες διαδικασίες στη χώρα μας είναι αδιάβλητες; Αυτό είναι που έχει λείψει στους πολίτες και γι’ αυτό, παρόλο το άγχος και την πίεση που δημιουργούν στους υποψηφίους, απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη του κόσμου. Αν μπορούσαμε να τις κάνουμε και δίκαιες τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα. Πιστεύω ότι το χρωστάμε στα παιδιά μας.
Η ίδρυση των ιδιωτικών ΑΕΙ δεν θα φέρει τα παιδιά που σπουδάζουν στο εξωτερικό πίσω. Η διαφορά των διδάκτρων Ιατρικής στη Ελλάδα και τη Βουλγαρία, για παράδειγμα, είναι πολύ μεγάλη. Δύσκολο να προτιμήσει κάποιος τις σπουδές στην Ελλάδα. Στις άλλες επιστήμες, όμως, που τα δίδακτρα είναι φθηνότερα νομίζω ότι θα έχουμε υπερπληθυσμό πτυχιούχων, που θα επηρεάσει αισθητά την αγορά εργασίας. Οι επαγγελματίες που βλέπουμε να κερδίζουν σοβαρά ποσά βγήκαν στην αγορά εργασίας όταν οι πτυχιούχοι ήταν λίγοι και υπήρχε έλλειψη. Αν υπάρξει υπερπληθυσμός πτυχιούχων θα υπάρξουν πολλά προβλήματα στην αγορά εργασίας, που δεν θα μπορεί να τους απορροφήσει όλους. Ήδη πολλά παιδιά φεύγουν στο εξωτερικό για δουλειά και δεν επιστρέφουν.
stadiodromia.gr
Newsroom


