Θύματα της ακρίβειας δεν είναι μόνο οι καταναλωτές, αλλά και οι Επιχειρήσεις των οποίων η λειτουργία στρεβλώνεται για να αντέξει τον ανταγωνισμό, που σε μια χώρα όπως η Ελλάδα εξαρτάται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες, με μοναδική σιγουριά την κρατική αβελτηρία που είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να δείξει κόκκινη κάρτα και να τιμωρήσει δίκαιους και άδικους, ακόμα και για δικές της αστοχίες. Οι αυξημένες τιμές που φθάνουν στον καταναλωτή και παθαίνει εγκεφαλικό όταν τις βλέπει στα Σούπερ Μάρκετ είναι δύσκολο να αντιμετωπισθούν αν δεν αλλάξει η λειτουργία της αγοράς, που σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τις παρεμβάσεις του Κράτους. Το τελευταίο παρεμβαίνει εκεί που δεν πρέπει, ενώ δεν παρεμβαίνει εκεί που πρέπει.
Στην Ελλάδα το κόστος των Επιχειρήσεων είναι διαρκώς αυξανόμενο και συνίσταται στο υψηλό κόστος ενοικίων, στον ακριβό τραπεζικό δανεισμό, στις επιδοτήσεις για λίγους, στην ακριβή ενέργεια, στη συμμόρφωση με τους νέους κανονισμούς, από κάρτα εργασίας, ηλεκτρονικά προγράμματα, πιστοποιήσεις, κανόνες και γενικά μικρορυθμίσεις από το Κράτος κάθε είδους. Αν στα προηγούμενα προστεθεί και η υψηλή φορολογία με τις προκαταβολές φόρου της επόμενης χρονιάς, γίνεται κατανοητό πως οι Επιχειρήσεις ενώ αυξάνουν τις τιμές από τη μία, από την άλλη αρκετές αδυνατούν να πληρώσουν τους φόρους και τούτο παρά τις συνεχείς ρυθμίσεις που εξαγγέλλονται.
Η φοροδιαφυγή αλλά και η εισφοροδιαφυγή μοιάζουν παράθυρο διαφυγής, με ό,τι ρίσκα συνεπάγεται για τις Επιχειρήσεις και επιπτώσεις στην οικονομία. Το φυσιολογικό θα ήταν να υπάρξει γενναία μείωση των φόρων, για να ανασάνουν οι Επιχειρήσεις, και μετά να κυνηγήσουμε τη φοροδιαφυγή. Τα μικρομεσαία καταστήματα σε κάθε κλάδο περιορίζονται υπό την πίεση των παραπάνω, με τα καρτέλ να ενισχύονται, να καθορίζουν τις τιμές και μέσω της διαφήμισης να ενδυναμώνουν τη θέση τους στην αγορά. Επίσης οι διάφορες πλατφόρμες πωλήσεων αυξάνουν το κόστος, με τις προμήθειες που επιβάλλουν να φθάνουν μέχρι και το μισό της αξίας του προϊόντος. Στο μεταξύ, η εσωτερική παραγωγή που είναι αφημένη στην τύχη της, εξαιτίας της μη ύπαρξης επενδύσεων, έχει να αντιμετωπίσει τα φθηνά προϊόντα της Τουρκίας, της Κίνας, αλλά και τα αδασμολόγητα της Ε.Ε. Και παρά το ότι εν προκειμένω οι τιμές σε αυτά είναι χαμηλές, με τη μεσολάβηση των ολιγοπωλίων καταλήγουν ακριβότερα στον Έλληνα καταναλωτή, που τα βάζει με τη μοίρα του.
Μετά τη χρεoκοπία το εισόδημα των Ελλήνων έχει μειωθεί σημαντικά, που και λόγω γήρανσης του πληθυσμού καταλήγουμε σε μικρότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση. Οι μετανάστες, νόμιμοι και παράνομοι, ξοδεύουν σε δικά τους δίκτυα, κατά κανόνα φοροδιαφεύγουν και τα χρήματα αυτά φεύγουν από την ελληνική οικονομία. Όλα τα παραπάνω περιγράφουν το περιβάλλον εντός του οποί ου οι Επιχειρήσεις αυξάνουν τις τιμές για να επιβιώσουν. Αν δεν τα καταφέρουν, απλά θα κλείσουν.
naftemporiki.gr
«The New Daily Mail»
Newsroom