Τις απαραίτητες για την περίσταση ισορροπίες κρατά η Κυβέρνηση, αναφορικά με τον νικητή της σημερινής εκλογικής διαδικασίας στις ΗΠΑ. «Είμαστε έτοιμοι για όλα τα ενδεχόμενα. Θεωρούμε βέβαιο ότι όποιος και να επικρατήσει, οι ισχυροί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών δεν θα εξασθενήσουν», σημειώνουν αρμόδιες πηγές. Στο Μέγαρο Μαξίμου διαμηνύουν ότι θα συνεργαστούν με όποιον επιλέξουν οι Αμερικανοί πολίτες και υπενθυμίζουν ότι η χώρα μας διατηρεί άριστες σχέσεις τόσο με τους δύο υποψηφίους Προέδρους, όσο και με κορυφαία στελέχη τους, που αναμένεται να αξιοποιηθούν σε περίπτωση εκλογής τους.
«Είναι πολύ σημαντικό ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός, όπως αποτυπώθηκε από την εικόνα, χειροκροτήθηκε και από τις δύο πλευρές του Κογκρέσου, στην ομιλία του πριν από 2,5 χρόνια», τόνισε χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης. Ανέφερε δε, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης «διατηρεί στενές σχέσεις με σημαίνοντα πρόσωπα και του ενός και του άλλου κόμματος…. Η Ελλάδα προφανώς θα σεβαστεί την ετυμηγορία των Αμερικανών πολιτών και θα συνεργαστεί με τον επόμενο ή την επόμενη Πρόεδρο των ΗΠΑ».
Εκείνο που έχει σημασία, λένε στην Αθήνα, είναι ότι έχουν οικοδομηθεί με την Ουάσιγκτον σχέσεις «στρατηγικού βάθους». Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, σημειώνει ο διεθνολόγος, Βουλευτής Σερρών της Ν.Δ., Τάσος Χατζηβασιλείου, «είναι πολύ καλά στερεωμένες σε κοινά συμφέροντα και κοινές γεωπολιτικές προτεραιότητες στην Ανατολική Μεσόγειο. Και αυτό το έκανε σαφές η κυβέρνηση Μητσοτάκη τα τελευταία χρόνια με μεγάλη επιτυχία. Έχουμε αναδείξει τα κοινά προτάγματα που έχουμε με την Αμερική σε μία σειρά από ζητήματα γεωπολιτικά, ενεργειακής ασφάλειας, περιφερειακής σταθερότητας. Σε όλα λοιπόν, τα ζητήματα αυτά, τα οποία μας απασχολούν με την Αμερική τα συμφέροντα μας ταυτίζονται. Από κει και πέρα εμείς θα συνεργαστούμε με οποιονδήποτε κερδίσει».
Το βασικό ερώτημα είναι αν θα αλλάξει η αμερικανική πολιτική απέναντι στη χώρα μας εφόσον νικήσουν οι Ρεπουμπλικάνοι, ωστόσο πηγές της Κυβέρνησης είναι καθησυχαστικές και υπογραμμίζουν πως τέτοιες αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν από τη μια στιγμή στην άλλη ανάμεσα σε δύο επί μακρόν συμμαχικές χώρες, όπως η Ελλάδα και οι ΗΠΑ. Υπενθυμίζουν εξάλλου ότι και κατά την προηγούμενη θητεία Τραμπ οι δεσμοί των δύο δεν διαταράχθηκαν επ’ ουδενί, αλλά το αντίθετο.
Στενός συνεργάτης του Ντόναλντ Τραμπ είναι ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, ο οποίος ακούγεται ότι θα έχει και πάλι σημαίνοντα ρόλο εάν κερδίσει ο Τραμπ, πρόσφατα επισκέφθηκε ιδιωτικά τη χώρα μας και δείπνησε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. «Υπήρξε ένας Υπουργός ο οποίος υπερασπίστηκε τα ελληνικά δίκαια με πολύ μεγάλη αυστηρότητα και κάνοντας κινήσεις που άλλοι προκάτοχοί του δεν είχαν τολμήσει να κάνουν», ανέφερε ο Πρωθυπουργός στην πρόσφατη συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ. Γενικότερα, όπως είπε, «Γερουσιαστές και Βουλευτές και από τα δύο κόμματα έχουν την άποψη ότι η Ελλάδα είναι ένας πυλώνας σταθερότητας, στρατηγικός εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών, σε αυτή τη σχέση προστίθεται τώρα, και με τη δική μας μικρή συνδρομή, και η Κύπρος». Η χώρα μας, πρόσθεσε ο κ. Μητσοτάκης, «θα προσαρμοστούμε και θα δουλέψουμε με οποιονδήποτε εκλεγεί, γιατί ακριβώς ο στρατηγικός πυρήνας της σχέσης Ηνωμένων Πολιτειών και Ελλάδας δεν θα τεθεί σε αμφισβήτηση ούτε από τον κ. Τραμπ ούτε από την κυρία Χάρις, σε περίπτωση που εκλεγεί ο ένας ή η άλλη».
Πάντως, οι περισσότερες δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν πως οι σημερινές προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, στις οποίες αναμετρώνται η Κάμαλα Χάρις και ο Ντόναλντ Τραμπ, θα είναι πάρα πολύ αμφίρροπες. Ωστόσο ορισμένοι ειδικοί αντιτείνουν πως η διαφορά των δυο αντιπάλων μπορεί να αποδειχθεί πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι αναμενόταν.
Κατά τις δημοσκοπήσεις που θεωρούνται οι σοβαρότερες, η Δημοκρατική Αντιπρόεδρος και ο Ρεπουμπλικάνος πρώην Πρόεδρος έχουν εντελώς οριακή διαφορά σε καθεμιά από τις πολιτείες-κλειδιά, που αναμένεται να κρίνουν το αποτέλεσμα της σημερινής ψηφοφορίας. Έτσι, κατά δημοσκοπήσεις που συγκεντρώνει ο ιστότοπος FiveThirtyEight, η κυρία Χάρις και ο κ. Τραμπ βρίσκονταν χθες το απόγευμα σε απόλυτη ισοπαλία (47,8%) στην Πενσιλβάνια, σχεδόν σε ισοπαλία (47,4-47,7%) στη Νεβάδα και τους χώριζε κάτι σαν μια εκατοστιαία μονάδα στο Ουισκόνσιν, στο Μίσιγκαν και στη Βόρεια Καρολίνα.
Δεν είναι πεισμένοι όλοι όμως πως η εικόνα αυτή είναι απόλυτα ακριβής. «Στην πραγματικότητα, οι δημοσκοπήσεις κατά Πολιτεία αναγγέλλονται όχι μόνο εξαιρετικά αμφίρροπη κούρσα, αλλά επίσης απίθανα αμφίρροπη», εξηγεί ο Τζόσουα Κλίντον, Καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ.
Σε μελέτη του που δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα το NBC, ο ειδικός στις δημοσκοπήσεις εξέφρασε αμφιβολίες ειδικά για το πόσο «παρόμοια» είναι τα ευρήματα, οι διαφορές τους είναι δεκαδικοί αριθμοί, των διαθέσιμων ερευνών, υποδεικνύοντας πως μπορεί να είναι οι δημοσκόποι, όχι οι ψηφοφόροι, αυτοί που ευθύνονται για την φαινομενική ομοφωνία. Κάποιος δημοσκόπος για παράδειγμα που βλέπει να προκύπτει «διαφορά πέντε μονάδων σε υποτίθεται αμφίρροπη κούρσα μπορεί να επιλέξει να τροποποιήσει τα αποτελέσματά του, ώστε να συμμορφώνονται με αυτά που δείχνουν άλλες δημοσκοπήσεις, λόγω της ανησυχίας πως θα μπορούσε να υποστεί πλήγμα η φήμη του», υπέθεσε.
Αρκετά Ινστιτούτα δημοσκοπήσεων βρίσκονται σε άμυνα, αντιμέτωπα με τα υψηλά κόστη και τις αυξανόμενες δυσκολίες ως προς την επαφή με τους ψηφοφόρους, την εποχή των smartphones και δυνατοτήτων τους όπως είναι ιδίως η φραγή κλήσεων. Η εμπειρία πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ δεν σπρώχνει ακριβώς κανέναν να υιοθετήσει ανεπιφύλακτα αυτά που προβλέπουν.
Οι δημοσκόποι αποδείχθηκε πως έπεσαν έξω τόσο το 2016, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τη Χίλαρι Κλίντον, όσο και το 2020, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ηττήθηκε από τον Τζο Μπάιντεν. Την πρώτη φορά, δεν φρόντισαν να καταγραφτεί σε επαρκή βαθμό η άποψη της κατηγορίας των λευκών ανδρών χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο, που θεωρείται πως έδωσε τη νίκη στον μεγιστάνα των ακινήτων. Τη δεύτερη φορά, παρότι έλαβαν υποτίθεται διορθωτικά μέτρα, υποτίμησαν ξανά την ψήφο υπέρ του Τραμπ και υπερτίμησαν αυτήν υπέρ του Μπάιντεν. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η υπόθεση είτε ο Ντόναλντ Τραμπ ή η Κάμαλα Χάρις να επικρατήσει καθαρά σε κάποιες ή ακόμη και σε όλες τις κρίσιμες επτά διεκδικούμενες Πολιτείες.
Ο Ου. Τζόζεφ Κάμπελ, Καθηγητής του αμερικανικού Πανεπιστημίου στην Ουάσιγκτον, επίσης διερωτάται αν δημοσκόποι «αλλοιώνουν λιγάκι παραπάνω τα δεδομένα τους για να τα ευθυγραμμίσουν με τα αποτελέσματα των άλλων». Αυτό είναι κάτι «δύσκολο να το αποδείξεις», αλλά το «υποπτεύονται» πολλοί, καθώς ανταποκρίνεται στο «ένστικτο της αγέλης», προσθέτει. Προτού αναφερθεί σε διαβόητο προηγούμενο: Αυτό των προεδρικών εκλογών του 1980.
Τότε, «όλες οι δημοσκοπήσεις υπεδείκνυαν πολύ αμφίρροπη κούρσα του Δημοκρατικού Προέδρου Τζίμι Κάρτερ και του Ρεπουμπλικάνου διαδόχου του Ρόναλντ Ρέιγκαν», αλλά τελικά ο δεύτερος τον σάρωσε, «με διαφορά σχεδόν 10%». «Δεν λέω πως θα ξαναγίνει κάτι τέτοιο το 2024, αλλά πρέπει να το κρατήσουμε στο νου μας».
ΑΜΠΕ/euro2day.gr
«The New Daily Mail»
Newsroom