Περισσότερα από 6 στα 10 ευρώ που διατίθενται από το ελληνικό Δημόσιο για την κοινωνική προστασία, κατευθύνονται σε συντάξεις. Και παρά το γεγονός ότι οι συνταξιούχοι λαμβάνουν την μερίδα του λέοντος, η πλειονότητά τους ζει με χαμηλά εισοδήματα. Πρόκειται για μια βαθιά, δομική αντίφαση που χαρακτηρίζει το ελληνικό Σύστημα κοινωνικής προστασίας, όπως δείχνουν τα νεότερα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), σε συνδυασμό με τα στοιχεία της Eurostat αλλά και την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για τις συντάξεις.
Συγκεκριμένα, το 2023 οι συνολικές δαπάνες κοινωνικής προστασίας ανήλθαν σε 52,37 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 5,4% σε σχέση με το 2022. Πάνω από το μισό αυτής της δαπάνης, συγκεκριμένα το 52,2%, διοχετεύθηκε σε παροχές γήρατος, δηλαδή σε κύριες και επικουρικές συντάξεις και συναφείς παροχές. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη επιμέρους λειτουργία του Συστήματος κοινωνικής προστασίας, με διαφορά από τις επόμενες κατηγορίες, όπως η ασθένεια (23,1%) και οι παροχές επιζώντων/χηρείας (10,1%) που στην πράξη, και αυτές παρέχονται μέσω του ασφαλιστικού Συστήματος.
Με απλά λόγια: Από κάθε 10 ευρώ που δαπανά το Κράτος για κοινωνική προστασία, περισσότερα από 6 ευρώ πηγαίνουν στις συντάξεις. Βέβαια, και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα μέλη της οποίας συνολικά, δαπανούν πολύ μεγαλύτερα ποσά, ως ποσοστό του ΑΕΠ, απ’ ότι η Ελλάδα, έχοντας ισχυρότερο και ευρύτερο ''κοινωνικό δίχτυ'', η δομή των δαπανών, είναι κοινή, με μεγάλο μερίδιο στις συντάξεις και την υγεία. Η χώρα μας δεν βρίσκεται δηλαδή, σε αποκλίνουσα λογική από την υπόλοιπη Ευρώπη, πάσχει όμως, στον σχεδιασμό και στην κατανομή των πόρων.
Αναλυτικά: Στην Ε.Ε. οι κοινωνικές δαπάνες για συντάξεις και προστασία των επιζώντων χηρείας αποτελούν κατά μέσο όρο το 47% του συνόλου των δαπανών, με τις δαπάνες υγείας να ακολουθούν με 29,6%, όταν στην χώρα μας οι αντίστοιχες δαπάνες είναι κοντά στο 62% και 23%. Συγκεκριμένα, βάσει των στοιχείων της ΕΛ.ΣΤΑΤ. που δημοσιοποιήθηκαν χθες, οι συνολικές δαπάνες κοινωνικής προστασίας για το 2023 ανήλθαν σε 52,4 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση κατά 5,4% σε σχέση με το 2022. Το μεγαλύτερο ποσοστό των δαπανών αφορά σε δαπάνες για παροχές γήρατος, οι οποίες για το έτος 2023 αποτελούσαν το 52,2% των συνολικών δαπανών κοινωνικής προστασίας και παρουσίασαν αύξηση 6,4% σε σχέση με το 2022. Ακολουθούν, κατά φθίνουσα σειρά, οι δαπάνες για παροχές ασθένειας, οι οποίες για το έτος 2023 αποτελούσαν το 23,1% των συνολικών δαπανών, αυξημένες κατά 6,3% σε σχέση με το 2022 και οι δαπάνες για παροχές σε επιζώντες/χηρεία, οι οποίες αποτελούσαν το 10,1%, αυξημένες κατά 7,3% σε σχέση με το 2022. Το 2023, τα έσοδα για την κοινωνική προστασία ανήλθαν σε 55,5 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 4,7% σε σχέση με το 2022. Το 47,32% των εσόδων προήλθε από ασφαλιστικές εισφορές (εργοδοτών και ασφαλισμένων) ενώ το 46,67% προήλθε από συνεισφορές του Κράτους.
Ο συνολικός αριθμός δικαιούχων κύριας σύνταξης ανήλθε σε 2.447.543 άτομα έναντι 2.431.715 το 2022 παρουσιάζοντας αύξηση 0,7%. Και παρότι, λαμβάνουν την μερίδα του λέοντος, η εικόνα των εισοδημάτων από τον ΕΦΚΑ δείχνει πως η πλειονότητα δυσκολεύεται να καλύψει βασικές ανάγκες:
- Έξι στους 10 συνταξιούχους λαμβάνουν σύνταξη γήρατος κάτω από 1.000 ευρώ.
- Σχεδόν 1,14 εκατ. δικαιούχοι λαμβάνουν κάτω από 1.000 ευρώ μηνιαίως.
- Η μέση δαπάνη σύνταξης στον ιδιωτικό τομέα παραμένει 43% χαμηλότερη από εκείνη του Δημοσίου, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονική ανισότητα μεταξύ των δύο Συστημάτων.
Οι «παλιές» συντάξεις, που είχαν ήδη υποστεί τις μεγάλες μνημονιακές περικοπές και την κατάργηση των «δώρων», συμπιέστηκαν περαιτέρω με το «πάγωμα» των αυξήσεων έως το 2023 και με τη διατήρηση της προσωπικής διαφοράς.
Οι χαμηλοί μισθοί, η υψηλή ανεργία κατά την διάρκεια της πολυετούς δημοσιονομικής κρίσης αλλά και παθογένειες του παρελθόντος, και όχι μόνο στο ασφαλιστικό, με χαμηλό πραγματικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης για όσους μένουν περισσότερα έτη στην αγορά εργασίας αλλά και χαμηλές εισφορές στους μη μισθωτούς, έχουν ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να εμφανίζει μία από τις πιο έντονες αυξήσεις στην Ευρώπη όσον αφορά τον κίνδυνο φτώχειας των ηλικιωμένων:
- Το 2017, το ποσοστό των συνταξιούχων κάτω από το όριο φτώχειας ήταν 9,5%.
- Το 2024, ανήλθε στο 21,4%, υπερδιπλάσιο, παρά τη βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών.
Επιπλέον, σύμφωνα με την Eurostat, τα άτομα άνω των 75 ετών εμφανίζουν ακόμη υψηλότερα ποσοστά (19,8%), με τις γυναίκες της ίδιας ηλικίας να πλήττονται περισσότερο (24,2%).
euro2day.gr
«The New Daily Mail»
Newsroom


