Οι πραγματικές ονομαστικές αυξήσεις για πολλούς ιδιωτικούς και δημοσίους υπαλλήλους θα είναι χαμηλότερες κατά 9% έως 44% από αυτές που θα χορηγηθούν επί των μικτών αποδοχών τους, όπως αυτές θα επαναπροσδιοριστούν εντός του 2024, κατά περίπτωση, είτε με βάση τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας είτε με βάση τη μισθολογική πολιτική της Κυβέρνησης, που προβλέπει ο νόμος 5045/2023 για τα μισθολόγια του Δημοσίου, ενώ ανάλογη θα είναι και η περικοπή των αυξήσεων για τις συντάξεις.
Η αιτία των περικοπών
Ο λόγος για τον οποίο θα περικοπούν από την Εφορία οι αυξήσεις μισθών και συντάξεων το 2024 είναι ότι από τη στιγμή που θα ενσωματωθούν στις ακαθάριστες αποδοχές των εργαζομένων και των συνταξιούχων οι αναπροσαρμογές που προβλέπονται, για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα με βάση τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, για τους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς με βάση τον νόμο 5045/2023 και για τους Συνταξιούχους με βάση την ήδη ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία, θα αυξηθούν κατά ποσοστά πολύ μεγαλύτερα οι μηνιαίες κρατήσεις φόρου εισοδήματος. Οι αυξήσεις, δηλαδή, των φορολογικών κρατήσεων θα είναι πολλαπλάσιες των ονομαστικών αυξήσεων για έναν πολύ μεγάλο αριθμό εργαζομένων και συνταξιούχων. Αιτία για τη δυσμενή αυτή εξέλιξη θα είναι η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, με βάση την οποία θα υπολογιστούν οι κρατήσεις φόρου εισοδήματος από τους μισθούς και τις συντάξεις του 2024.
Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι στη φορολογική κλίμακα με την οποία θα γίνει ο υπολογισμός του παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος επί των νέων αυξημένων μισθών και των συντάξεων, το αφορολόγητο κλιμάκιο εισοδήματος καθώς και τα λοιπά φορολογικά κλιμάκια θα παραμείνουν αμετάβλητα, δηλαδή δεν θα αυξηθούν κατά το ποσοστό μεταβολής του ετήσιου τιμαρίθμου. Έτσι, αμέσως μόλις χορηγηθούν οι ποσοστιαίες ονομαστικές αυξήσεις θα υπαχθούν σε φόρο πολύ μεγαλύτερα τμήματα των μισθών και των συντάξεων, οπότε η φορολογική επιβάρυνση θα αυξηθεί με ρυθμό πολλαπλάσιο από τον ρυθμό της ονομαστικής αύξησης των εν λόγω εισοδημάτων. Συνέπεια όλων αυτών θα είναι οι τελικές ποσοστιαίες αυξήσεις μισθών και συντάξεων να περιορισθούν σε επίπεδα χαμηλότερα κατά 9% με 44% από τα επίπεδα των ποσοστιαίων ονομαστικών αυξήσεων. Ένα σημαντικό μέρος, δηλαδή, των αυξήσεων των μισθών και των συντάξεων θα «φαγωθεί» από την Εφορία μέσω της σημαντικής αύξησης των κρατήσεων φόρου.
Οι εξαιρέσεις
Εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν θα ισχύσει μόνο για όσους μισθωτούς εργαζομένους και συνταξιούχους βαρύνονται με εξαρτώμενα τέκνα, δηλαδή είτε με ανήλικα τέκνα είτε με ενήλικα σπουδάζοντα, στρατευμένα ή άνεργα ηλικίας μέχρι 24 ετών. Γι’ αυτές τις κατηγορίες φορολογουμένων, οι αυξήσεις στις κρατήσεις φόρου εισοδήματος που θα προκαλέσουν οι αυξήσεις των φορολογητέων αποδοχών τους θα περιοριστούν κατά τα μικρά ποσά των φοροελαφρύνσεων που θα προκύψουν εξαιτίας της αύξησης των ετησίων εκπτώσεων φόρου εισοδήματος κατά 90 ευρώ για τους έχοντες ένα τέκνο και κατά 220 έως 240 ευρώ για τους έχοντες δύο ή περισσότερα τέκνα. Η αύξηση των εκπτώσεων αυτών κατά τα παραπάνω ποσά ισοδυναμεί, για κάθε εργαζόμενο ή συνταξιούχο που έχει εξαρτώμενα τέκνα, με αύξηση αφορολογήτου ορίου εισοδήματος κατά 1.000 ευρώ, και προβλέπεται επίσης από τον νόμο 5045/2023.
Εν τω μεταξύ, για ακρίβεια 2ετίας θα πρέπει να προετοιμάζεται η Ελλάδα, καθώς όπως δείχνουν κάποιες εκτιμήσεις ο πληθωρισμός στη χώρα μας θα παραμείνει πάνω από το όριο που θέτει η ΕΚΤ (2%) τουλάχιστον μέχρι το 2025. Τα παραπάνω δημιουργούν νέα δεδομένα που προκαλούν ανησυχία όπως δείχνει η πρόσφατη τοποθέτηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα αλλά και οι νέες επικαιροποιημένες προβλέψεις του ΟΟΣΑ που δόθηκαν στη δημοσιότητα. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία Νοεμβρίου της Eurostat έδειξαν μια αποκλιμάκωση του ελληνικού πληθωρισμού από το 3,8% τον Οκτώβριο στο 3% τον Νοέμβριο, αν και παρέμεινε πάνω από το 2,4% του Οκτωβρίου.
Οι προβλέψεις
Σε κάθε περίπτωση, σημαντικό «αγκάθι» για την Ελλάδα παραμένει η εκρηκτική κατάσταση με την ακρίβεια. Οι επικαιροποιημένες προβλέψεις της ΤτΕ δείχνουν ότι ο πληθωρισμός θα κινηθεί σε μια χαμηλότερη τροχιά σε σύγκριση με πριν, αλλά θα παραμείνει πάνω από το όριο που θέτει η ΕΚΤ. Η προκαταρκτική εκτίμηση για το 2023 παραμένει στο 4,3%, αλλά φαίνεται πλέον ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί σε 3,5% το 2024 (2,6% προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2024) και σε 2,2% το 2025, αντί 3,8% και 2,3% αντίστοιχα, όπως αναμενόταν στις προηγούμενες προβλέψεις.
Για τον πληθωρισμό, ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι η μείωσή του θα είναι αργή λόγω μισθολογικών πιέσεων, εν μέσω ελλείψεων εργατικού δυναμικού. Συγκεκριμένα, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή της Eurostat, ο πληθωρισμός προβλέπεται να υποχωρήσει από 4,3% σε μέσα επίπεδα φέτος στο 2,8% το 2024 και περαιτέρω στο 2,4% το 2025. Ο δομικός πληθωρισμός, που δεν περιλαμβάνει τις τιμές ενέργειας, τροφίμων, αλκοόλ και καπνού, αναμένεται να μειωθεί από 5,7% φέτος στο 3,2% το 2024 και το 2,5% το 2025. Για τους μισθούς σημειώνει ότι είχαν αυξηθεί 4,3% στο δεύτερο τρίμηνο φέτος σε ετήσια βάση. Σημειώνει, επίσης, ο ΟΟΣΑ ότι αν ο πληθωρισμός είναι πιο επίμονος, θα επηρεασθεί αρνητικά και η ανάπτυξη. «Ο πιο επίμονος πληθωρισμός ή νέες διαταραχές στις ενέργεια και την προσφορά, αποτελούν βασικούς κινδύνους και θα μπορούσαν να μειώσουν την κατανάλωση και την αύξηση των επενδύσεων», σημειώνει.
Στην ίδια «γραμμή» κινείται και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Με βάση τις προβλέψεις της Κομισιόν, ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει στο 4,3% φέτος και να διατηρηθεί πάνω από το 2% την επόμενη διετία (στο 2,8% το 2024 και στο 2,1% το 2025). Ανησυχητική είναι και η εκτίμηση του ΔΝΤ όσον αφορά τον πληθωρισμό, όπως μετριέται με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, καθότι το Ταμείο προβλέπει ότι θα μειωθεί σε μέσα επίπεδα στην Ελλάδα στο 4,1% φέτος και στο 2,8% το 2024, ενώ για το 2028 προβλέπει περαιτέρω μείωση στο 1,9%.
Μεγάλο ζήτημα αποτελούν και οι τιμές των τροφίμων. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ταχύτερη άνοδο τιμών τροφίμων και ποτών σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση βίωσε η Ελλάδα τον Οκτώβριο, σύμφωνα με τα επίσημα τελικά στοιχεία της Eurostat (τα αντίστοιχα για τον Νοέμβριο θα δημοσιοποιηθούν σε λίγες ημέρες). Αυτά δείχνουν άνοδο του σχετικού δείκτη κατά 10,4% στην Ελλάδα, από 9,7% άνοδο που κατέγραψε τον Σεπτέμβριο και, έναντι μέσης ανόδου κατά 7,6% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κατά 7,5% στην Ευρωζώνη.
Το ζήτημα είναι πως στα πιο πολλά Κράτη οι τιμές επιβραδύνθηκαν. Για παράδειγμα, σε επίπεδο Ευρωζώνης τα στοιχεία για τον δείκτη τιμών τροφίμων και ποτών το Σεπτέμβριο κατέγραφαν άνοδο 9,1% και 9,4% στην Ε.Ε., αλλά και διψήφια άνοδο τους προηγούμενους μήνες. Παράλληλα, η χώρα μας βρίσκεται στις πρώτες θέσεις και του πραγματικού πληθωρισμού των τροφίμων, κάτι που δείχνει ότι τα πράγματα είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικά.
Αξίζει να επισημανθεί πως ο πραγματικός πληθωρισμός των τροφίμων, που είναι ο ρυθμός του πληθωρισμού των τροφίμων μείον τον συνολικό πληθωρισμό, ήταν 4,6% στη ζώνη του Ευρώ (4% στην Ε.Ε.) τον Οκτώβριο του 2023, ασκώντας τεράστια πίεση ειδικότερα στα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα. Ο ετήσιος πραγματικός πληθωρισμός των τροφίμων κυμαινόταν από -5,7% στην Τσεχία έως 10,9% στο Βέλγιο, μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Το Βέλγιο ακολούθησαν η Ολλανδία (8,8%), η Ελλάδα (6,6%) και η Ισπανία (5,9%). Μετά την Τσεχία, η Ουγγαρία (-1,6%) και η Ρουμανία (-0,5%) είχαν τα χαμηλότερα ποσοστά πραγματικού πληθωρισμού τροφίμων στην Ε.Ε.
«The New Daily Mail»
Newsroom με πληροφορίες από την Ναυτεμπορική και Ο.Τ.