Τουλάχιστον κατά 3,1% θα αυξηθούν από 1η Ιανουαρίου 2024 οι συντάξεις, για περίπου 1,5 με 1,7 εκατ. συνταξιούχους που δεν έχουν προσωπική διαφορά ή η προσωπική τους διαφορά είναι κάτω των 10 ευρώ. Το ποσοστό αυτό «κλείδωσε» στο προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε χθες στη Βουλή, με ανοικτό το ενδεχόμενο, εάν υπάρξουν αλλαγές στο τελικό ποσοστό αύξησης του ρυθμού ανάπτυξης και του πληθωρισμού για το τρέχον έτος, να αυξηθεί κατά τι περαιτέρω. Στον αντίποδα 750.000 συνταξιούχοι δεν θα δουν αύξηση, καθώς διατηρούν σημαντική προσωπική διαφορά. Θα λάβουν όμως, ως έκτακτη παροχή, επίδομα προσωπικής διαφοράς, 100 έως 200 ευρώ, πιθανότατα λίγο πριν από τα Χριστούγεννα.
Να σημειωθεί ότι, η αύξηση των συντάξεων συμπαρασύρει και μια σειρά άλλων παροχών, όπως την Εθνική σύνταξη που σήμερα είναι 413,76 ευρώ και η οποία θα αυξηθεί από 1/1/2024 κατά 3,1% (+12,82 ευρώ) και θα ανέλθει στα 426,58 ευρώ. Λόγω της αύξησης της εθνικής σύνταξης θα αναπροσαρμοστούν και η προσωρινή σύνταξη καθώς και οι συντάξεις χηρείας και αναπηρίας. Συνολικά, στον προϋπολογισμό εγγράφεται κονδύλι της τάξης των 410 εκατ. ευρώ για τις αυξήσεις στις συντάξεις. Παράλληλα, στο προσχέδιο υπάρχει αναφορά τόσο στην μονιμοποίηση της πλήρους απαλλαγής πρώην δικαιούχων επιδόματος ΕΚΑΣ από τη συμμετοχή τους στη φαρμακευτική δαπάνη, με ετήσιο κόστος περίπου 38 εκατ. ευρώ, αλλά και στην κατάργηση του «πέναλτι» 30% επί των συντάξεων για τους απασχολούμενους συνταξιούχους που αντικαθίσταται με μια εισφορά 10% επί των πρόσθετων αμοιβών που λαμβάνουν από την εργασία τους. Εγγραφή υπάρχει επίσης, για την αύξηση των επιδομάτων αναπηρίας κατά 8%, που προηγήθηκε τον Απρίλιο, με κόστος 95 εκατ. ευρώ αλλά και για την αντίστοιχη αύξηση στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, με κόστος 43 εκατ. ευρώ.
Παρά τις αυξημένες δαπάνες, το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης εκτιμά πως το 2024 θα είναι μια πολύ θετική πορεία για τα έσοδα των Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής, με αποτέλεσμα συνολικά, οι ΟΚΑ να παρουσιάσουν πλεόνασμα ύψους 1,34 δισ. ευρώ, έναντι επίσης πλεονάσματος 1,15 δισ. ευρώ στο τέλος του τρέχοντος έτους. Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού προβλέπεται για τον επόμενο χρόνο, ότι οι ΟΚΑ θα καταγράψουν πλεόνασμα 1,34 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας βελτίωση κατά 189 εκατ. ευρώ σε σχέση με φέτος.
Τα έσοδα προβλέπεται να είναι αυξημένα κατά 410 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2023, φτάνοντας στα 49,47 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω της σημαντικής βελτίωσης της απασχόλησης και κατά συνέπεια της αύξησης των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές κατά 905 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα, οι δαπάνες των ΟΚΑ προβλέπεται να είναι αυξημένες κατά 221 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2023, προσεγγίζοντας τα 48,12 δισ. ευρώ. Η μεταβολή αυτή οφείλεται, κατά κύριο λόγο, από την άνοδο κατά 859 εκατ. ευρώ της συνταξιοδοτικής δαπάνης, λόγω και της αύξησης κατά 3,1% των συντάξεων.
Δύο δισ. ευρώ στις… τσέπες των φοροφυγάδων ψάχνει η Κυβέρνηση
Εν τω μεταξύ, μετρημένες στα δάχτυλα είναι οι προγραμματισμένες παροχές της Κυβέρνησης έως την ολοκλήρωση της τετραετίας, με την πολιτική ανάγκη νέου κύκλου ελαφρύνσεων να ταυτίζεται με την πάταξη της φοροδιαφυγής. Τα ψηφισμένα μέτρα τα οποία ενσωματώνονται στον προϋπολογισμό, αν μπουν δίπλα δίπλα με τις προεκλογικές εξαγγελίες της Κυβέρνησης, αποκαλύπτουν ότι έως το 2027, πέραν της νομοθετημένης ετήσιας αύξησης των συντάξεων, μένει μόνο η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Τα δύο αυτά μέτρα σταδιακά την περίοδο 2025-27 κοστίζουν 1 δισ. ευρώ (500 εκατ. ευρώ οι ασφαλιστικές εισφορές και 480 εκατ. ευρώ το τέλος επιτηδεύματος) και η Κυβέρνηση αναζητά έως και 2 δισ. ευρώ από το 2026 σε ετήσια βάση, προκειμένου να δώσει συνέχεια στο αφήγημα των χαμηλότερων φορολογικών επιβαρύνσεων.
Μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Ο δημοσιονομικός χώρος, τα επόμενα χρόνια θα μπορούσε να προκύψει είτε από μεγέθυνση της οικονομίας μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, είτε μέσω της φορολόγησης ενός σημαντικού τμήματος αδήλωτων σήμερα εισοδημάτων που εκτιμώνται μεταξύ 8 και 10 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Ο στόχος, επί του παρόντος είναι ανεπίσημος και μπορεί να θεωρηθεί από ορισμένους συντηρητικός αν αναλογιστεί πόσα δισεκατομμύρια έχουν τάξει στα λόγια οι Κυβερνήσεις των προηγουμένων δύο δεκαετιών από την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Βασίζεται στην υπόθεση ότι, με μέτρα που θα οδηγήσουν στην αποκάλυψη αφορολόγητων εισοδημάτων (διασύνδεση POS-ταμειακών, προσυμπληρωμένες δηλώσεις ΦΠΑ και εισοδήματος μόνο στη βάση τιμολογίων εσόδων και εξόδων που περνούν από το MyDATA, επέκταση POS σε όλη την αγορά και αλλαγές στον τρόπο φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών), το κενό ΦΠΑ από περίπου 15% που υπολογίζεται σήμερα θα υποχωρήσει στο 9% το 2026, όσο δηλαδή είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.
Το 2019, το κενό ΦΠΑ σύμφωνα με τις σχετικές εκθέσεις της Κομισιόν ήταν στην Ελλάδα 23,4% και τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία δείχνουν ότι το 2020 είχε υποχωρήσει στο 19,7%. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Υπουργείου Οικονομικών, σήμερα βρισκόμαστε κοντά στο 15% και στόχος είναι να φτάσουμε στο 9% το 2026. Η κάλυψη της απόστασης από το 23,4% στο 15% μεταφράζεται σε πρόσθετα έσοδα της τάξεως των 2 δισ. ευρώ από ΦΠΑ έως σήμερα, με επιπλέον 500 εκατ. ευρώ από την αύξηση του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων, καθώς αποκαλύφθηκαν υψηλότερα κέρδη. Αντίστοιχα κέρδη στο Ταμείο του Κράτους εκτιμάται πως θα φέρει και η κάλυψη της απόστασης από το 15% στο 9%.
Με 2 δισ. ευρώ, περισσότερα έσοδα από το 2026 θα μπορούσε για παράδειγμα να μειωθούν κατά μία μονάδα οι συντελεστές ΦΠΑ και να υπάρξει και νέα πρόσθετη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Αλλά αυτές οι αποφάσεις θα ληφθούν, αφότου οδηγηθούν στα Ταμεία του Κράτους τα έσοδα από τη φοροδιαφυγή. Μέχρι τότε, είναι σχέδια επί χάρτου. Επί του παρόντος, το προσχέδιο προϋπολογισμού 2024 ενσωματώνει μέτρα δημοσιονομικού κόστους 2,137 δισ. ευρώ χωρίς να έχουν εγγραφεί πρόσθετα έσοδα από την πάταξη της φοροδιαφυγής. Εάν, μπουν λεφτά στο Ταμείο από του χρόνου, το οικονομικό επιτελείο θα έχει τη δυνατότητα να επανασχεδιάσει το αφήγημα των παροχών, στο βαθμό βεβαίως όπου όλες οι υπόλοιπες προβλέψεις του προϋπολογισμού επιβεβαιωθούν χωρίς ανατροπές.
euro2day.gr
Newsroom